διδασκαλικά

διδασκαλικά
και δασκαλικά επίρρ. (Μ) [διδασκαλικός]
με τέχνη, με μαστοριά, επιτήδεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διδασκαλικά — διδασκαλικός of neut nom/voc/acc pl διδασκαλικά̱ , διδασκαλικός of fem nom/voc/acc dual διδασκαλικά̱ , διδασκαλικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδασκαλικάς — διδασκαλικά̱ς , διδασκαλικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιεροδιδασκαλείο — το σχολή στην οποία εκπαιδεύονται σπουδαστές που προορίζονται να αναλάβουν ιερατικά και διδασκαλικά καθήκοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιεροδιδάσκαλος. Η λ. στον λόγιο τ. ιεροδιδασκαλείον μαρτυρείται στην εφημερίδα Αιών] …   Dictionary of Greek

  • Σαμόα — Συκρότημα νησιών της Ωκεανίας στο Νότιο Ειρηνικό Ωκεανό.Tο κράτος των Δυτικών Σαμόα (οι Aνατολικές ανήκουν στις Hνωμένες Πολιτείες) έχει επιφάνεια 2.944 τ.χλμ. O πληθυσμός είναι περίπου 178. 631 και από όλες τις μικρές αποικίες της Ωκεανίας είναι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”